- κέντρανθος
- (Centranthus). Γένος αγγειόσπερμων δικοτυλήδονων φυτών της οικογένειας των βαλεριανιδών. Περιλαμβάνει περίπου 14 είδη, τα περισσότερα ζιζάνια και ορισμένα καλλωπιστικά. Το πιο συνηθισμένο στην ελληνική χλωρίδα είναι ο κ. ο ερυθρός, γνωστός και με τις ονομασίες μάηςανάλατος. Φυτρώνει σε ασβεστολιθικά εδάφη ή ανάμεσα στις πέτρες των παλιών τοίχων. Τα άνθη του έχουν κυρίως κόκκινο χρώμα, άλλοτε όμως είναι ρόδινα ή λευκά. Οι βλαστοί ξεχωρίζουν από τη βάση και φέρουν αντίθετα, ακέραια
και ωοειδή φύλλα, ενώ η στεφάνη του άνθους φέρει πλήκτρο στη βάση και μόνο έναν στήμονα. Καλλιεργείται ως διακοσμητικό φυτό, σε ορισμένες όμως περιοχές της Ιταλίας τρώγονται τα φύλλα του ως σαλατικό. Άλλα είδη είναι: ο κ. ο αστρωτός, που φυτρώνει στους άγονους τόπους της Μακεδονίας, της Βοιωτίας, της Αττικής, της Πελοποννήσου, των Κυκλάδων, της Κρήτης και της Κεφαλονιάς, ο κ. σιεβέρειος, που φύεται στα βράχια της Κρήτης, και ο κ. ο σχοίνιος, που φυτρώνει στα βράχια των βουνών της Μακεδονίας, της Θεσσαλίας, του Χελμού και του Ταΰγετου.
* * *οβοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών τής οικογένειας τών βαλεριανιδών.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. centranth (νεολατ. centranthus) < centr(o)- (< κέντρον) + -anthus < άνθος].
Dictionary of Greek. 2013.